Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξωτικό
1 εγγραφή
ξωτικό το [ksotikó] Ο38 : δαιμόνιο των λαϊκών παραδόσεων· (πρβ. αερικό).

[μσν. ξωτικό ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐξωτικός `ξένος, ξένος προς την πίστη, ειδωλολάτρης΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες