Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξυρίζω
1 item total
ξυρίζω [ksirízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κόβω σύρριζα με ξυράφι τις τρίχες του σώματος, κυρίως τα γένια και το μουστάκι: ~ με ξυράφι / με ξυριστική μηχανή. Tον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε. Ξυρίζεται κάθε μέρα. Mια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του. Δεν είσαι καλά ξυρισμένος. Ξυρίζει τα πόδια / τις μασχάλες της. 2. (μτφ., προφ.) α. για υπερβολικό κρύο ή για παγωμένο αέρα: Ξυρίζει έξω. Ξυρίζει ο βοριάς. β. αποσπώ χρήματα βάζοντας υπερβολικές τιμές· γδέρνω, γδύνω.

[ελνστ. ξυρίζω < μεταπλ. του αρχ. ξυρ(ῶ) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go