Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεφορτώνω [ksefortóno] -ομαι Ρ1 : ANT φορτώνω. 1α. αφαιρώ το φορτίο από κτ. (πλοίο, όχημα, υποζύγιο κτλ.): Οι εργάτες ξεφόρτωσαν το φορτηγό / το εμπόρευμα / τις αποσκευές. ~ το άλογο / το μουλάρι. Δεν ξεφόρτωσα ακόμα. || Tο καράβι θα ξεφορτώσει αύριο, θα το ξεφορτώσουν. β. (για έμψ.) απαλλάσσω κπ. ή κτ. από το φορτίο του ή μειώνω το φορτίο του για να τον ξεκουράσω: Έτρεξε για να μας ξεφορτώσει, να μας πάρει ό,τι κρατούσαμε. Πρέπει να το ξεφορτώσουμε το κακόμοιρο το ζώο. 2. (μτφ.) απαλλάσσομαι από κπ. ή από κτ. που με ενοχλεί, που μου είναι βάρος: Θέλω να ξεφορτωθώ αυτά τα παλιά έπιπλα. Ο διαρρήκτης για να ξεφορτωθεί τα κοσμήματα τα πούλησε όσο όσο. Θα προσπαθήσω να τον ξεφορτωθώ όσο γίνεται γρηγορότερα. Tο ΄πες για να με ξεφορτωθείς. (έκφρ.) ξεφορτώσου με! / δε μας ξεφορτώνεσαι!, για κπ., από του οποίου την παρουσία θέλουμε να απαλλαγούμε.
[μσν. ξεφορτώνω < εξεφορτώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < μσν. εκφορτ(ώ) -ώνω < εκ- (> ξε-) φορτώ (δες στο φορτώνω)]



