Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεφαντώνω [ksefandóno] Ρ1α : διασκεδάζω πολύ, γλεντώ, συνήθ. με φαγοπότι, χορό και τραγούδι.
[μσν. ξεφαντώνω < εξεφαντώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. *ἐκφαντ(ῶ) -ώνω < ἔκφαντος `φανερωμένος΄ (ἐκ- > ξε-)]



