Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξερογλείφομαι
1 item total
ξερογλείφομαι [kseroγlífome] Ρ4β : κοιτάζω κτ. φαγώσιμο με λαχτάρα και βουλιμία: Mόνο που σκέφτομαι το ψητό άρχισα κιόλας να ~. || Ξερογλείφεται κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει.

[ξερο- + γλείφομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go