Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεπληρώνω [ksepliróno] -ομαι Ρ1 : επιστρέφω την οφειλή μου, πληρώνω, εξοφλώ ένα χρέος: Θα δουλέψω σκληρά και θα σε ξεπληρώσω. || ανταποδίδω: Kάποια μέρα θα σου ξεπληρώσω το καλό που μου έκανες. Θα στο ξεπληρώσει ο Θεός.
[μσν. ξεπληρώνω < ξε- πληρώνω (διαφ. το αρχ. ἐκπληρῶ `γεμίζω΄)]



