Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- ξενύχτης ο [kseníxtis] Ο10, Ο11 θηλ. ξενύχτισσα [kseníxtisa] Ο27α : 1.αυτός που έχει τη συνήθεια, που του αρέσει να ξενυχτά συνήθ. διασκεδάζοντας: Πολλοί ξενύχτηδες μαζεύτηκαν στο γνωστό τους στέκι. 2. αυτός που έχει ξενυχτήσει, που είναι ξενυχτισμένος: Είμαι ~ και δεν μπορώ να δουλέψω.
[ξενυχτ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.) ή ξενύχτ(ι) -ης· ξενύχτ(ης) -ισσα]
- ξενύχτι το [kseníxti] Ο44 : εκούσια στέρηση του ύπνου: ~ για διάβασμα. || νυχτερινή διασκέδαση: Ξόδεψε την περιουσία του στα γλέντια και στα ξενύχτια.
[ξενυχτ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]



