Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεντύνω
1 item total
ξεντύνω [ksendíno] -ομαι Ρ αόρ. ξέντυσα, απαρέμφ. ξεντύσει, παθ. αόρ. ξεντύθηκα, απαρέμφ. ξεντυθεί, μππ. ξεντυμένος : βγάζω τα ρούχα κάποιου· γδύνω. ANT ντύνω: Ξεντύθηκε και μπήκε στην μπανιέρα. || βγάζω τα ρούχα κάποιου για να του φορέσω διαφορετικά: ~ το παιδί για να το κοιμίσω. Ξεντυθήκαμε στις καμπίνες της πλαζ και πέσαμε να κολυμπήσουμε.

[ξε- ντύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go