Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεμπλέκω
1 item total
ξεμπλέκω [ksebléko] -ομαι Ρ3 : ANT μπλέκω. 1. ξεχωρίζω και τακτοποιώ κτ. που είναι μπλεγμένο, μπερδεμένο· ξεμπερδεύω1: Ξέμπλεξέ μου τις κλωστές. Θέλει πολλή ώρα για να ξεμπλέξει τα μαλλιά της. 2. (μτφ., οικ.) α. ξεκαθαρίζω μια περιπλεγμένη και δυσάρεστη υπόθεση: Εσύ που τα ΄μπλεξες έλα να τα ξεμπλέξεις. β. αποδεσμεύομαι από μια δυσάρεστη και μπερδεμένη υπόθεση: Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα ξεμπλέξω από αυτή την ιστορία. Είδα κι έπαθα να ξεμπλέξω. || Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπλέξω, τι ώρα θα τελειώσω τη δουλειά μου.

[ξε- μπλέκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go