Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμπερδεύω
1 εγγραφή
ξεμπερδεύω [kseberδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.ξεχωρίζω και τακτοποιώ κτ. που έχει μπερδευτεί· ξεμπλέκω. ANT μπερδεύω: Δεν μπορώ να ξεμπερδέψω αυτή την κλωστή. Ξεμπέρδεψέ μου, σε παρακαλώ, τα μαλλιά με τη βούρτσα. 2. (μτφ., οικ.) ξεκαθαρίζω και τακτοποιώ μια περιπλεγμένη υπόθεση ή ολοκληρώνω, τελειώνω κτ. κουραστικό και δύσκολο: Πήρα διαζύγιο και ξεμπέρδεψα. Nα ξεμπερδεύουμε, βρε αδερφέ, μ΄ αυτή τη δίκη! Ήθελα να ~ επιτέλους με τις σπουδές μου. || ~ με κπ., διαλύω οριστικά τη σχέση που είχα μαζί του: Ξεμπέρδεψα μαζί του μια και καλή. || τελειώνω τις δουλειές μου: Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψω. Aν ξεμπερδέψεις νωρίς, πέρνα από το σπίτι. Ξεμπέρδεψες με το μαγείρεμα; || ξεμπέρδευε!, τέλειω νε: Ξεμπέρδευε να φύγουμε, γιατί είναι αργά. (άντε) να ξεμπερδεύουμε, (άντε) να τελειώνουμε: Πολύ χασομέρησα μαζί σου· άντε να ξεμπερδεύουμε. 3. (λαϊκ.) σκοτώνω κπ., τον βγάζω από τη μέση: Έμαθαν ότι θα τους κάρφωνε και τον ξεμπέρδεψαν.

[μσν. ξεμπερδ(ένω) < ξ(ε)- εμπερδένω (δες στο μπερδεύω) μεταπλ. -εύω κατά το μπερδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες