Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεματιάζω [ksematxázo] -ομαι Ρ2.1 : απαλλάσσω κπ. από τη βασκανία, από το μάτιασμα. ANT ματιάζω: Ξέρει να ξεματιάζει. Nα το ξεματιάσου με το παιδί.
[ξε- ματιάζω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ξε- ματιάζω]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |