Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξελαρυγγίζομαι
1 item total
ξελαρυγγίζομαι [kselaringízome] & ξελαρυγγιάζομαι [kselaringázome] Ρ2.1β : (οικ.) φωνάζω τόσο δυνατά, ώστε να πονέσει ο λαιμός μου και με επέκταση φωνάζω πολύ δυνατά: Άρχισαν να ξελαρυγγίζονται στα «ζήτω». Nα έρχεσαι μόλις σε φωνάζω, γιατί δεν μπορώ να ~ στους δρόμους. || Ξελαρυγγίστηκα να φωνάζω, μου πόνεσε ο λαιμός μου· ΣYN ΦΡ μου βγήκε το λαρύγγι.

[ξε- λαρύγγ(ι) -ίζομαι, -ιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go