Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεκούραση
1 item total
ξεκούραση η [ksekúrasi] Ο33 : 1.η απαλλαγή από την κούραση: Έχω μεγάλη ανάγκη από ~. 2. ό,τι ξεκουράζει: Tο διάβασμα είναι ~ για μένα.

[ξε- κούραση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go