Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεκούραση η [ksekúrasi] Ο33 : 1.η απαλλαγή από την κούραση: Έχω μεγάλη ανάγκη από ~. 2. ό,τι ξεκουράζει: Tο διάβασμα είναι ~ για μένα.
[ξε- κούραση]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ξε- κούραση]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |