Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξεκλειδώνω
1 item total
ξεκλειδώνω [ksekliδóno] -ομαι Ρ1 : ανοίγω με κλειδί κτ. κλειδωμένο. ANT κλειδώνω: Δεν μπορώ να ξεκλειδώσω το συρτάρι. H πόρτα ήταν ξεκλειδωμένη.

[ξε- κλειδώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go