Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξεκινώ [ksekinó] & -άω Ρ10.1α : 1.αρχίζω να κινούμαι από κάποιο σημείο και προς ορισμένη κατεύθυνση· αναχωρώ: Ξεκίνησε το πλοίο / το τρένο. Πήδηξε στο λεωφορείο καθώς ξεκινούσε. Θα ξεκινήσουμε αύριο πρωί πρωί. Ξεκίνα πρώτος και θα σε προλάβω. Ξεκίνησα να γυρίσω πίσω. || Tην ώρα που ξεκίνησα να φύγω, ήρθε ο Γιώργος. 2. αρχίζω κτ., κάνω αρχή ενός πράγματος: Θα ξεκινήσουμε μαζί μια καινούρια δουλειά. Ξεκίνησες λάθος. Ξεκίνησε από το τίποτα / από το μηδέν. Tο φθινόπωρο θα ξεκινήσει μια καινούρια προσπάθεια για διοικητική αποκέντρωση. Ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος. Ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα. Aυτός ξεκίνησε τον καβγά. || παίρνω κτ. ως αφετηρία: Πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά τα δεδομένα. Tο σημείο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
[μσν. ξεκινώ < αρχ. ἐκκινῶ (ἐκ- > ξε-)]



