Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαποσταίνω [ksaposténo] Ρ αόρ. ξαπόστασα, απαρέμφ. ξαποστάσει, μππ. ξαποσταμένος : (οικ.) κάνω μια παύση, σταματώ για λίγο από κτ. κουρα στικό, για να ανακτήσω δυνάμεις: Kαθίσαμε στη σκιά ενός δέντρου, για να ξαποστάσουμε λίγο. Περάστε μέσα να ξαποστάσετε! Ξαπόσταιναν στην άκρη του δρόμου. || ξεκουράζομαι: Xειμώνα, καλοκαίρι δουλειά· δε θα ξαποστάσω κι εγώ καμιά φορά;
[μσν. ξαποσταίνω < ξ(ε)- αποσταίνω]