Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαποσταίνω
1 εγγραφή
ξαποσταίνω [ksaposténo] Ρ αόρ. ξαπόστασα, απαρέμφ. ξαποστάσει, μππ. ξαποσταμένος : (οικ.) κάνω μια παύση, σταματώ για λίγο από κτ. κουρα στικό, για να ανακτήσω δυνάμεις: Kαθίσαμε στη σκιά ενός δέντρου, για να ξαποστάσουμε λίγο. Περάστε μέσα να ξαποστάσετε! Ξαπόσταιναν στην άκρη του δρόμου. || ξεκουράζομαι: Xειμώνα, καλοκαίρι δουλειά· δε θα ξαποστάσω κι εγώ καμιά φορά;

[μσν. ξαποσταίνω < ξ(ε)- αποσταίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες