Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαπολώ [ksapoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί· ξαμολώ1: Θα ξαπολήσουν τα σκυλιά απάνω τους.
[μσν. ξαπολώ < εξαπολώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- αρχ. ἀπολ(ύω) `αφήνω ελεύθερο΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. εξαπολυσ- (μετά τη σύμπτ. της προφ. των υ (δες Υ) και ι, η)]