Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ξαναγεννώ
1 item total
ξαναγεννώ [ksanajenó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1.γεννώ πάλι: Ξαναγέννησε η γάτα μας. 2. (παθ., μτφ.) αναζωογονούμαι, αισθάνομαι μεγάλη ανακούφιση και ευφορία: Όποτε πάω στην εξοχή ξαναγεννιέμαι. Mετά το διαζύγιό της αισθάνεται ξαναγεννημένη.

[μσν. ξαναγεννώ < ελνστ. μέσο ἐξαναγεννῶμαι (ἐξ-ανα- > ξανα-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go