Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξάγρυπνος -η -ο [ksáγripnos] Ε5 : που δεν μπόρεσε να κοιμηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας: Στριφογύριζε ~ στο κρεβάτι του. Έμεινα ξάγρυπνη περιμένοντάς τον. Ο πονόδοντος με κράτησε ξάγρυπνο όλη τη νύχτα.
[μσν. *ξάγρυπνος (πρβ. μσν. ξαγρυπνός) < ξ(ε)- άγρυπνος]



