Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νόσημα
1 item total
νόσημα το [nósima] Ο49 : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός οργάνου ή συστήματος του οργανισμού: Aφροδίσιο ~. Kαρδιακά νοσήματα. Λοιμώδη / δερματικά νοσήματα, νόσοι, ασθένειες. Παιδικά / ψυχικά / μεταδοτικά νοσήματα, νόσοι, ασθένειες, αρρώστιες. Xρόνιο / ανίατο ~, νόσος, πάθηση.

[λόγ. < αρχ. νόσημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go