Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νόηση
1 item total
νόηση η [nóisi] Ο33 : η ικανότητα του νου να επεξεργάζεται το υλικό που του παρέχουν οι αισθήσεις και να διαμορφώνει τις έννοιες, τους συλλογισμούς και τις κρίσεις: H ~, το συναίσθημα και η βούληση συνθέτουν τον ψυχικό βίο του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. νόη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go