Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυστέρι
2 εγγραφές [1 - 2]
νυστέρι το [nistéri] Ο44 : μικρό χειρουργικό εργαλείο που μοιάζει με μαχαίρι και που το χρησιμοποιούν για την τομή των ιστών. || (οικ.) εγχείρηση: Kάνω συντηρητική θεραπεία για να γλιτώσω το ~, το μαχαίρι. ΦΡ βάζω / μπαίνει ~ (στην πληγή), για να δηλώσουμε ότι πρέπει να διορθωθεί με ριζικά μέσα μια νοσηρή κατάσταση: H οικονομία μας δεν εξυγιαίνεται αν δεν μπει ~.

[ελνστ.(;) *νυστέριον (με αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. *νυστήρ < ρ. νύσ(σω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τήρ]

νυστεριά η [nisterjá] Ο24 : τομή με νυστέρι.

[νυστέρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες