Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ντουλάπα
1 item total
ντουλάπα η [dulápa] Ο25 : 1.μεγάλο έπιπλο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου, που ανοίγει με πόρτα και που εσωτερικά είναι κατάλληλα διαρρυθμισμένο για να τοποθετούν ρούχα, σεντόνια κτλ.: ~ δίφυλλη / τρίφυλλη / τετράφυλλη. Tο υπνοδωμάτιο έχει μια εντοιχισμένη / χωνευτή ~. 2. (μτφ., μειωτ.) χαρακτηρισμός πολύ χοντρού ανθρώπου, κυρίως γυναίκας: Έγινε ~. Είναι σαν ~. ντουλαπίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ντουλάπ(ι) μεγεθ. -α· ντουλάπ(α) -ίτσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go