Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ντεμέκ [demék] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) δήθεν, τάχα: Ρώτησε πού σε γνώρισα· ~ δεν ήξερε. || σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του.
[τουρκ. demek]