Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ντελβές
1 item total
ντελβές ο [delvés] Ο13 : (οικ.) το κατακάθι του καφέ.

[τουρκ. telve με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go