Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ντελίριο
1 item total
ντελίριο το [delírio] Ο41 : α.(οικ.) παραλήρημα1. β. ψυχική κατάσταση κατά την οποία κυριαρχούν πολύ έντονα συναισθήματα που οδηγούν τον άνθρωπο σε έξαλλη συμπεριφορά: Tον έπιασε ~ μόλις άκουσε την επιτυχία του ανταγωνιστή του. || (ειδικότ.) έξαλλος ενθουσιασμός του πλήθους· παραλήρημα3.

[ιταλ. delirio]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go