Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νταντά
4 items total [1 - 4]
νταντά η [dadá] Ο23 : (οικ.) γυναίκα που την έχουν προσλάβει σε σπίτι για να φροντίζει ένα μικρό παιδί· (πρβ. γκουβερνάντα). || τροφός.

[τουρκ. dada (από τα περσ.)]

ντανταϊσμός ο [dadaizmós] Ο17 : επαναστατική καλλιτεχνική και λογοτεχνική κίνηση που αποτελούσε μια ακραία μορφή του σουρεαλισμού.

[λόγ. < γαλλ. dadaïsme (-isme = -ισμός)]

ντανταϊστής ο [dadaistís] Ο7 θηλ. ντανταΐστρια [dadaístria] Ο27 : οπαδός του ντανταϊσμού. || (ως επίθ.): ~ ζωγράφος.

[λόγ. < γαλλ. dadaïste < dada(ïsme) = νταντα(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. ντανταϊσ(τής) -τρια]

ντανταϊστικός -ή -ό [dadaistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ντανταϊσμό ή στον ντανταϊστή.

[λόγ. ντανταϊστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go