Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νοστιμεύω
1 item total
νοστιμεύω [nostimévo] Ρ5.2α : 1.κάνω κτ. νόστιμο· νοστιμίζω1: Tο κρεμμύδι νοστιμεύει τα λαδερά. || γίνομαι νόστιμος. 2. (μτφ.) κάνω κτ. νόστιμο, χαριτωμένο, κομψό· νοστιμίζω2. || γίνομαι χαριτωμένος: Tώρα που μεγάλωσε η Mαρία νοστίμεψε πολύ.

[μσν. νοστιμεύω < νόστιμ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go