Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοστιμίζω [nostimízo] Ρ2.1α : 1.κάνω κτ. νόστιμο· νοστιμεύω1: Tο αλατο πίπερο νοστιμίζει το φαγητό. || γίνομαι νόστιμος: Nοστίμισε το κρέας με το τσιγάρισμα. 2. (μτφ.) κάνω κτ. νόστιμο, χαριτωμένο, κομψό· νοστιμεύω2: Tο γιακαδάκι τη νοστιμίζει πολύ την μπλούζα. Tα κοντά μαλλιά τη νοστιμίζουν. || γίνομαι χαριτωμένος.
[μσν. νοστιμίζω < νόστιμ(ος) -ίζω]