Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νομοταγής
1 item total
νομοταγής -ής -ές [nomotajís] Ε10 : που υπακούει στους νόμους, που ζει σύμφωνα με αυτούς: ~ πολίτης / λαός.

[λόγ. νομο- 1 + θ. ταγ- του αρχ. ρ. τάσσω `τοποθετώ΄ -ής κατά το ελνστ. ὁμοταγής `τοποθετημένος στην ίδια σειρά΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go