Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιφάδα
1 εγγραφή
νιφάδα η [nifáδa] Ο26 : 1.το καθένα από τα μικρά, πεπλατυσμένα και σε κρυσταλλική κατάσταση κομμάτια του χιονιού που πέφτει: Tο χιόνι πέφτει σε χοντρές και πυκνές νιφάδες. Ο αέρας έκανε τις νιφάδες να χοροπηδούν σαν τρελές. 2. καθένα από τα μικρά κομμάτια, βιομηχανικά αποξηραμένων τροφών, που μοιάζουν στο σχήμα με νιφάδες: Πουρές σε νιφάδες. Nιφάδες δημητριακών / καλαμποκιού.

[λόγ. < αρχ. νιφάς, αιτ. -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες