Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νισεστές
1 item total
νισεστές ο [nisestés] Ο13 : αμυλάλευρο που το χρησιμοποιούν στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική για να πήζουν σάλτσες, κρέμες κτλ. ή στη βιομηχανία για να κατασκευάζουν κόλλες.

[τουρκ. nişasta ( [a > e] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go