Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νηφάλιος
1 item total
νηφάλιος -α -ο [nifálios] Ε6 : 1.που δε βρίσκεται σε κατάσταση μέθης. ANT μεθυσμένος. 2. (μτφ.) α. που κρίνει ή που ενεργεί ψύχραιμα, χωρίς να παρασύρεται από τα συναισθήματα ή από τις εντυπώσεις της στιγμής: Παραμένει ~ ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής. β. που χαρακτηρίζει αυτόν που είναι νηφάλιος: Nηφάλια σκέψη / κρίση. νηφάλια ΕΠIΡΡ: Πρέπει να εξετάσουμε ~ το ζήτημα.

[λόγ. < ελνστ. νηφάλιος, αρχ. σημ.: `ποτό χωρίς ανάμειξη κρασιού΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go