Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νεολαία
1 item total
νεολαία η [neoléa] Ο25 : 1.το σύνολο των νέων ενός τόπου· τα νιάτα: H ελληνική ~. H ~ της Ευρώπης. Οι νεολαίες όλης της γης. Οι αγώνες / τα ιδανικά της νεολαίας. Tα προβλήματα της νεολαίας. H ανεργία μαστίζει κυρίως τη ~. H μαθητική / σπουδάζουσα ~. || νεαρά άτομα, νεαροί: Σ΄ αυτό το κέντρο μαζεύεται όλο ~ / όλη η ~. 2. οργάνωση πολιτικού κόμματος για νέους: Οι νεολαίες των κομμάτων.

[λόγ. < αρχ. νεολαία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go