Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νεκροψία η [nekropsía] Ο25 : λεπτομερής εξωτερική ιατροδικαστική εξέταση του πτώματος, για να εξακριβωθούν η ταυτότητα, οι αιτίες ή οι συνθήκες του θανάτου.
[λόγ. < γαλλ. nécropsie < nécr(o)- = νεκρ(ο)- + αρχ. ὄψ(ις) -ie = -ία]



