Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ναυαρχίδα η [navarxíδa] Ο26 : το πλοίο που είναι επικεφαλής του πολεμικού στόλου ή μοίρας του στόλου και στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος.
[λόγ. < ελνστ. ναυαρχίς (ενν. ναῦς), αιτ. -ίδα]



