Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ναυαγώ [navaγó] Ρ10.9α μππ. ναυαγισμένος : 1.για πλοίο που βυθίζεται ή προσαράζει και συντρίβεται, που παθαίνει ναυάγιο: Πετρελαιοφόρο ναυάγησε στον Ειρηνικό. Tο πλήρωμα εγκατέλειψε έγκαιρα το ναυαγισμένο πλοίο. || (επέκτ.) για άνθρωπο που ταξιδεύει με πλοίο που ναυαγεί: Έχω ναυαγήσει τρεις φορές. 2. (μτφ.) για κτ. που καταλήγει σε πλήρη αποτυχία: Nαυάγησαν οι συνομιλίες / οι διαπραγματεύσεις. Nαυαγούν τα όνειρά μου / οι ελπίδες μου. Nαυάγησε η επιχείρησή του, έπεσε έξω. || (για πρόσ.): Nαυάγησε οικονομικά / στη ζωή του.
[λόγ. < αρχ. ναυαγῶ]