Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νήσσα η [nísa] Ο25 : (λόγ., επιστ.) πάπια. ΦΡ ποιώ την νήσσαν, προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κτ., αποφεύγω να πάρω θέση· ΣYN ΦΡ κάνω την πάπια.
[λόγ. < αρχ. νῆσσα]