Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νέφτι
1 item total
νέφτι το [néfti] Ο44 : άχρωμο υγρό με χαρακτηριστική, δυνατή μυρωδιά που παράγεται κυρίως από το ρετσίνι και που χρησιμοποιείται ως διαλυτικό στη χρωματουργία· τερεβινθέλαιο. ΦΡ βάζω σε κπ. ~, τον κάνω να τρέχει πολύ γρήγορα: ~ σου έβαλαν (και τρέχεις έτσι); Tρέχει σαν να του έβαλαν ~.

[τουρκ. neft (από τα περσ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go