Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νέκρωση
1 item total
νέκρωση η [nékrosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του νεκρώνω. 1α. (βιολ.) η καταστροφή ιστών ή κυττάρων ενός ζωντανού οργανισμού: H ~ του πολφού / του νεύρου του δοντιού. ~ ενός αγγείου. β. η καταστροφή ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε ένα χώρο: H ~ των θαλασσών / των λιμνών. 2. (μτφ.) α. (για αισθήσεις, ένστικτα, συναισθήματα) αδράνεια, τέλεια άμβλυνση: H ~ των ορμών / των απαιτήσεων της σάρκας. β. διακοπή κάθε δραστηριότητας: H ~ του εμπορίου / της αγοράς. γ. διακοπή της λειτουργίας ενός τεχνολογικού οργάνου.

[λόγ. < ιταλ. necrosi, necrosis (στη νέα σημ.) < λατ. necrosis < ελνστ. νέκρωσις `θάνατος΄ (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go