Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάτριο
1 εγγραφή
νάτριο το [nátrio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, μέταλλο μαλακό και αργυρόλευκο που οξειδώνεται εύκολα: Aνθρακικό ~, σόδα. Bορικό ~, ο βόρακας. Xλωριούχο ~, το αλάτι. Λάμπα νατρίου, που λειτουργεί με ατμούς νατρίου και δίνει κιτρινωπό φως.

[λόγ. < παλ. γαλλ. natr(ium) `σόδα΄ -ιον με σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. natron, natrum < αραβ. natrūm]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες