Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάιλον
1 εγγραφή
νάιλον το [náilon] Ο (άκλ.) : συνθετική ύλη με την οποία κατασκευάζουν υφαντικές ίνες και αντικείμενα καθημερινής χρήσης: Εσώρουχα / χτένα από ~. || (ως επίθ.): ~ κάλτσες / τραπεζομάντιλα.

[αγγλ. nylon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες