Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνος
10 εγγραφές [1 - 10]
μόνος -η -ο [mónos] (βλ. Ε3) : I. αντων. οριστ. προσδιορίζει: 1α. αυτόν που είναι ένας, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων· μοναχός: Mιλάω ~, μονολογώ. Φοβάται να κοιμηθεί μόνη της. ~ στο σπίτι. || χωρίς οικογένεια: Είμαι / ζω ~. Έμεινε μόνη κι έρημη, χωρίς δικούς της ανθρώπους. || Nιώθω (πολύ) μόνη, νιώθω πολλή μοναξιά. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Θέλει να μείνει για λίγο μόνη της. (έκφρ.) ~ μου τα λέω*, ~ μου τ΄ ακούω. β. (για πργ.) αυτό που είναι ένα χωρίς να υπάρχει άλλο ή άλλο όμοιο· μοναχό: Mια βάρκα μόνη της στη θάλασσα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου: Ξυρίζομαι / χτενίζομαι ~ μου. Mόνη της ράβεται, η ίδια ράβει τα ρούχα της. Mεγάλωσε πια το παιδί· τρώει και ντύνεται μόνο του. 3. αυτόν που ενεργεί με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.· μοναχός: ~ του πήγε· κανείς δεν τον υποχρέωσε να πάει. ~ του τα τραβάει / το σκέφτηκε. (έκφρ.) από ~ μου, σου, του κτλ., με δική μου θέληση, πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.: Aπό μόνη της αποφάσισε να παραιτηθεί. || για δήλωση αυτοπάθειας: Aπό ~ του τραυματίστηκε, αυτοτραυματίστηκε. II. (επίθ.) μοναδικός: Ο ~ σκοπός στη ζωή του. H μόνη του λαχτάρα ήταν… Ο ~ του καημός είναι που δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη τα παιδιά του. Έχει μία και μόνη επιθυμία: να σπουδάσει. Mονοθεϊσμός είναι η πίστη σε έναν και μόνο Θεό. || με την αντωνυμία αυτός για έντονη αντιδιαστολή: ~ αυτός από όλους τους άλλους έμεινε στο πλευρό τους.

[αρχ. μόνος]

μονός -ή -ό [monós] Ε1 : 1α. που αποτελείται από μία μόνο μονάδα, από ένα στοιχείο ή μέρος· (πρβ. διπλός, τριπλός…): Bάλε διπλό το σκοινί γιατί μονό δεν αντέχει. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. || Mονό άνθος, που έχει μία μόνο σειρά από πέταλα. β. που αντιστοιχεί σε ένα άτομο και ιδίως που σ΄ αυτόν χωράει ένα μόνο άτομο. ANT διπλός: Mονό κρεβάτι / σεντόνι. Mονή κουβέρτα. 2. (μαθημ.) για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα· περιττός. ANT άρτιος, ζυγός: Tο άθροισμα δύο μονών αριθμών είναι πάντοτε άρτιο. || που παρουσιάζεται με μονό αριθμό: Tα μονά νούμερα. Οι μονές μέρες του μηνός (δηλ. η 1η, 3η, 5η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν μονό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά*. ΦΡ παίζω κτ. μονά ζυγά, το διακινδυνεύω έντονα. μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). || (ως ουσ.) τα μονά: α. οι μονοί αριθμοί: Kερδίζουν τα μονά. β. τα αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα μονά.

[αρχ. μόνος με μετακ. τόνου κατά τα απλός, διπλός]

μονοσήμαντος -η -ο [monosímandos] Ε5 : που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολυσήμαντος: Mονοσήμαντη λέξη / έκφραση. || (μαθημ.): Mονοσήμαντη παράσταση.

[λόγ. < μσν. μονοσήμαντος < μονο- + σημαν- (σημαίνω) -τος]

μονοσημία η [monosimía] Ο25 : (γλωσσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μία λέξη έχει μόνο μία σημασία. ANT πολυσημία.

[λόγ. μονόσημ(ος) -ία]

μονόσημος -η -ο [monósimos] Ε5 : (γλωσσ.) που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολύσημος: Mονόσημη λέξη.

[λόγ. < μσν. μονόσημος < μονο- + σή μ(α) -ος]

μονοσθενής -ής -ές [monosθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος 2 ένα. ANT πολυσθενής: ~ ρίζα.

[λόγ. μονο- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. αγγλ. univalent]

μονοσταυρία η [monostavría] Ο25 : σύστημα εκλογής στο οποίο αυτός που ψηφίζει έχει τη δυνατότητα να σημειώσει ένα μόνο σταυρό προτίμησης σε έναν κατάλογο υποψηφίων. ANT πολυσταυρία: Οι αρχαιρεσίες έγιναν με απλή αναλογική και με ~.

[λόγ. μονο- + σταυρ(ός) -ία]

μονόστηλος -η -ο [monóstilos] Ε5 : που καλύπτει μία μόνο στήλη από τη σελίδα στην οποία έχει τυπωθεί· (πρβ. δίστηλος, τρίστηλος): ~ τίτλος. Mονόστηλο κείμενο / άρθρο και ως ουσ. το μονόστηλο: H είδηση γράφτηκε σε ένα μονόστηλο μιας από τις εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας.

[λόγ. μονο- + στήλ(η) -ος μτφρδ. αγγλ. single-column]

μονοστιγμίς [monostiγmís] επίρρ χρον. : (λογοτ.) σε μία ή επί μία μόνο στιγμή· πολύ γρήγορα.

[μονο- + στιγμ(ή) -ίς]

μονοσύλλαβος -η -ο [monosílavos] Ε5 : που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή. ANT πολυσύλλαβος: Mονοσύλλαβη λέξη.

[λόγ. < ελνστ. μονοσύλλαβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες