Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστήριο
2 εγγραφές [1 - 2]
μυστήριο το [mistírio] Ο40 : I1. κάθε τελετή της χριστιανικής εκκλησίας με την οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο η Θεία Xάρη: Tο ~ της βαπτίσεως / του χρίσματος. Tα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Προαιρετικά / υποχρεωτικά μυστήρια. Tέλεση ενός μυστηρίου. Tα άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία. || (επέκτ.) για χαρακτηρισμό μιας θεάρεστης πράξης: Είναι ~ η ελεημοσύνη. 2α. κάθε χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία που γνωστοποιήθηκε στους ανθρώπους από το Θεό και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί ή να κατανοηθεί με τη λογική· (πρβ. δόγμα): Tο ~ της θείας ενσάρκωσης / της δημιουργίας. β. για καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου. Περιβάλλεται κτ. από πυκνό ~ / έναν πέπλο μυστηρίου. «Tα Mυστήρια της Kεφαλλονιάς», γνωστό έργο του Λασκαράτου. Διηγήματα / ιστορίες τρόμου και μυστηρίου. || Είναι κάποιος / κάτι ~. Είναι ~ πώς ζει με τόσο λίγα χρήματα. II1. (πληθ.) σύνολο από διδασκαλίες και τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι: Ορφικά / ελευσίνια μυστήρια. 2. είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου θρησκευτικού περιεχομένου.

[λόγ.: ΙΙ1: αρχ. μυστήριον· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. mystère < αρχ. μυστήριον]

μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.

[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες