Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπόχα
1 item total
μπόχα η [bóxa] Ο25α : πολύ βαριά και δυσάρεστη μυρωδιά: ~ από βρόμικα πόδια / ιδρωμένες μασχάλες / υπονόμους / ψοφίμια. Mε πνίγει η ~. Mια ανυπόφορη ~ χτύπησε τα ρουθούνια του.

[ίσως < *απόχα με αποβ. του αρχικού [a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] και ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] < ελνστ. ἀποχ(ύνω) `χύνω΄ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go