Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπροστινός
1 item total
μπροστινός -ή -ό [brostinós] Ε1 : που βρίσκεται μπροστά σε σχέση με κτ. ή με κπ. άλλο. ANT πισινός: Tα μπροστινά πόδια του ζώου. Tο μπροστινό μέρος ενός κτιρίου, η πρόσοψη. || (ως ουσ.) ο μπροστινός, θηλ. μπροστινή, αυτός που βρίσκεται μπροστά από κπ. άλλο: Δε βλέπω, γιατί ο ~ μου είναι πολύ ψηλός.

[μσν. μπροστινός < εμπροστινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά δες στο μπροστά) -ινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go