Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπορώ
1 εγγραφή
μπορώ [boró] Ρ10.10α : διαθέτω τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δυνάμεις για να κάνω κτ. α. για φυσικές, πνευματικές ή ψυχικές ικανότητες: Δεν μπορεί να δουλέψει, γιατί είναι αδιάθετος / άρρωστος. Kαταλαβαίνω τα αγγλικά αλλά δεν ~ να τα μιλήσω. Φάε όσο μπορείς. (έκφρ.) δεν ~, είμαι άρρωστος. ΠAΡ Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. || τολμώ: Έλα να παλαίψουμε, αν μπορείς. || (προφ.) ανέχομαι, υφίσταμαι: Δεν τον ~ αυτόν τον άνθρωπο με τις ιδιοτροπίες του. Δεν την ~ την πολλή ζέστη αλλά ούτε και το πολύ κρύο. (έκφρ.) μαζί δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. β. για δυνατότητες ή δικαιώματα: Έκανα ό,τι μπορούσα. Mπορείς να μου δανείσεις χίλιες δραχμές; Δεν ~ να κάνω τίποτε άλλο· έκανα ό,τι μπορούσα. Ελευθερία είναι να ~ να κάνω ό,τι θέλω, αν αυτό δε βλάπτει τους άλλους. ~ να κάνω κάτι;, επιτρέπεται; Δε θα μπορέσω, να κάνω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Θα έρθεις αύριο; - Δε θα μπορέσω. || ~ να σας απασχολήσω για λίγο;, ως έκφραση ευγένειας. γ. υπάρχει η δυνατότητα ή η πιθανότητα να γίνει κτ.: Θα μπορούσα να πεθάνω, αν το κάνεις αυτό. Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά. δ. (στο γ' πρόσ.) είναι δυνατό ή πιθανό· ίσως: Mπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω. Θα φύγεις αύριο; - Mπορεί. Δεν μπορεί να…, είναι αδύνατο ή απίθανο.

[μσν. μπορώ < εμπορώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. εὐπορῶ `ευδοκιμώ, βρίσκω τον τρόπο΄ παρετυμ. έμπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες