Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπονάτσα
1 item total
μπουνάτσα η [bunátsa] & μπονάτσα η [bonátsa] Ο25α : (ναυτ.) καλός καιρός, ιδίως στη θάλασσα, ο οποίος χαρακτηρίζεται κυρίως από έλλειψη ανέμου· κάλμα: Tη νύχτα είχεφύλλο δεν κουνιόταν. || έλλειψη τρικυμίας· νηνεμία. ANT φουρτούνα: Kαΐκι που μόνο με ~ ταξιδεύει χωρίς κίνδυνο.

[ιταλ. bonaccia ή βεν. bonazza και με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go