Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπλε
4 items total [1 - 4]
μπλε [blé] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο γαλάζιο χρώμα: ~ μάτια. ~ κουστούμι. || (ως ουσ.) το μπλε, το μπλε χρώμα: Aνοιχτό / σκούρο ~. Aποχρώσεις του ~. Φοράει ~, για μπλε ρούχα. ~ ρουά, ανοιχτό μπλε. ~ νουάρ, πολύ σκούρο μπλε. ~ μαρέν, σκούρο μπλε. ΦΡ κάνω κπ. ~ μαρέν (στο ξύλο), τον δέρνω πολύ.

[λόγ. < γαλλ. bleu]

μπλέκω [bléko] -ομαι Ρ3 : 1. ενώνω, μπερδεύω, συνήθ. ακούσια, κτ. με κτ. άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή ή να εμποδίζεται η κανονική του χρήση: Mπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα. Έμπλεξαν τα ρούχα του στα βάτα. 2. σκαλώνω κάπου, με συνέπεια να εμποδίζεται η κίνησή μου, μπερδεύομαι: Mπλέχτηκα στο χαλί κι έπε σα. (έκφρ.) μπλέκομαι (μέσα) στα πόδια* κάποιου. ΦΡ μπλέξαμε τα μπούτια μας, για κατάσταση σύνθετη ή συγκεχυμένη. 3. κάνω κτ. πιο σύνθετο ή πιο δύσκο λο, μπερδεύω: Πολύ τα μπλέκεις, φίλε. Πολύ μπλεγμένη υπόθεση· δε βρίσκεις άκρη. Εσύ που τα έμπλεξες, ξέμπλεξέ τα. || (για όρους, έννοιες κτλ.) συγχέω: ~ τις ημερομηνίες / τα γεγονότα. 4. ασχολούμαι ή σχετίζομαι με υπόθεση ή δραστηριότητα συνήθ. ύποπτη, δυσάρεστη ή επιζήμια, μπερδεύομαι: ~ με δικαστήρια / με ύποπτες δουλειές. Έμπλεξε με κακές παρέες / με ύποπτα κυκλώματα. Mην ασχολείσαι μ΄ αυτά, γιατί θα βρεθείς μπλεγμένος. (έκφρ.) ου μπλέξεις, για αποφυγή δυσάρεστης εμπλοκής, ενασχόλησης κτλ. || Έμπλεξα με φίλους και άργησα. (έκφρ.) τα ~ με κπ. / με κάποια, για σύναψη ερωτικών σχέσεων: Tα έμπλεξε με μια παντρεμένη / με τον προϊστάμενό της. || κάνω κπ. να ασχοληθεί ή να σχετιστεί με μια υπόθεση ή μια δραστηριότητα συνήθ. ύποπτη, δυσάρεστη ή επιζήμια, μπερδεύω: Mη με μπλέκεις μ΄ αυτή την υπόθεση. Άδικα τον μπλέξανε τον άνθρωπο· ήταν αθώος, τον ενοχοποίησαν.

[αρχ. ἐμπλέκω `πλέκω μέσα σε κτ., μπερδεύομαι μέσα σε κτ.΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

μπλέντερ το [blénder] Ο (άκλ.) : ηλεκτρική συσκευή μέσα στην οποία πολτοποιούν ή κόβουν υλικά που προορίζονται για την παρασκευή φαγητών ή γλυκισμάτων.

[λόγ. < αγγλ. blender]

μπλέξιμο το [bléksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπλέκω: ~ των σχοινιών / των μαλλιών. Έγινε κάποιο ~ με τα ονόματα. Έχει μπλεξίματα με την αστυνομία.

[μπλεξ- (μπλέκω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go