Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπεσαλής
1 item total
μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.

[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go